grec » allemand

Traductions de „υποβάλλω“ dans le dictionnaire grec » allemand

(Aller à allemand » grec)

I . υπ|οβάλλω <-όβαλα [ή -έβαλα], -οβλήθηκα, -οβλημένος> [ipɔˈvalɔ] VERB trans

1. υποβάλλω (γενικά: γραπτή πρόταση):

υποβάλλω
υποβάλλω αίτηση για κάτι
υποβάλλω μια έκθεση
υποβάλλω μήνυση

2. υποβάλλω (εμπνέω):

υποβάλλω

3. υποβάλλω (εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι):

υποβάλλω κάποιον σε κάτι

II . υποβάλλομαι VERB pron

Expressions couramment utilisées avec υποβάλλω

υποβάλλω τροπολογία JUR (υποβάλλω αίτηση)
υποβάλλω μήνυση
υποβάλλω ένσταση εναντίον ενός gén
υποβάλλω αίτηση για κάτι
υποβάλλω κάποιον σε κάτι
υποβάλλω μια έκθεση
κάνω/υποβάλλω έφεση

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский