grec » allemand

απροσδιόριστ|ος <-η, -ο> [aprɔzðiˈɔristɔs] ADJ

1. απροσδιόριστος (που δεν προσδιορίστηκε):

απροσδιόριστος

2. απροσδιόριστος (που δεν προσδιορίζεται):

απροσδιόριστος

απροσδιόριστος ADJ

Entrée d'utilisateur
απροσδιόριστος (αίσθημα, φόβος) fig

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский